ανακατωσιάρης, -α, -ικο

ανακατωσιάρης, -α, -ικο
ανακατωσιάρης, -α, -ικο και ανακατωσούρης, -α, -ικο αυτός που δημιουργεί προστριβές, αναστάτωση, ο ραδιούργος: Είναι τέτοιος ανακατωσούρης που έχει αναστατώσει το χωριό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανακατωσούρης — α, ικο [ανακάτωση] ανακατωσιάρης, ραδιούργος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”